↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηχοβολισμός οι ηχοβολισμοί
      γενική του ηχοβολισμού των ηχοβολισμών
    αιτιατική τον ηχοβολισμό τους ηχοβολισμούς
     κλητική ηχοβολισμέ ηχοβολισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ηχοβολισμός < ηχοβολίζω + -μός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ηχοβολισμός αρσενικό

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία