ηχοβολίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /i.xo.voˈli.zo/
Ρήμα
επεξεργασίαηχοβολίζω (παθητική φωνή: ηχοβολίζομαι, ηχοβολούμαι)
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- ηχοβόλιση
- ηχοβολισμός
- ηχοβολιστής
- ηχοβολιστικός
- → δείτε τις λέξεις ήχος και βάλλω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ηχοβολίζω | ηχοβόλιζα | θα ηχοβολίζω | να ηχοβολίζω | ηχοβολίζοντας | |
β' ενικ. | ηχοβολίζεις | ηχοβόλιζες | θα ηχοβολίζεις | να ηχοβολίζεις | ηχοβόλιζε | |
γ' ενικ. | ηχοβολίζει | ηχοβόλιζε | θα ηχοβολίζει | να ηχοβολίζει | ||
α' πληθ. | ηχοβολίζουμε | ηχοβολίζαμε | θα ηχοβολίζουμε | να ηχοβολίζουμε | ||
β' πληθ. | ηχοβολίζετε | ηχοβολίζατε | θα ηχοβολίζετε | να ηχοβολίζετε | ηχοβολίζετε | |
γ' πληθ. | ηχοβολίζουν(ε) | ηχοβόλιζαν ηχοβολίζαν(ε) |
θα ηχοβολίζουν(ε) | να ηχοβολίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ηχοβόλισα | θα ηχοβολίσω | να ηχοβολίσω | ηχοβολίσει | ||
β' ενικ. | ηχοβόλισες | θα ηχοβολίσεις | να ηχοβολίσεις | ηχοβόλισε | ||
γ' ενικ. | ηχοβόλισε | θα ηχοβολίσει | να ηχοβολίσει | |||
α' πληθ. | ηχοβολίσαμε | θα ηχοβολίσουμε | να ηχοβολίσουμε | |||
β' πληθ. | ηχοβολίσατε | θα ηχοβολίσετε | να ηχοβολίσετε | ηχοβολίστε | ||
γ' πληθ. | ηχοβόλισαν ηχοβολίσαν(ε) |
θα ηχοβολίσουν(ε) | να ηχοβολίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω ηχοβολίσει | είχα ηχοβολίσει | θα έχω ηχοβολίσει | να έχω ηχοβολίσει | ||
β' ενικ. | έχεις ηχοβολίσει | είχες ηχοβολίσει | θα έχεις ηχοβολίσει | να έχεις ηχοβολίσει | ||
γ' ενικ. | έχει ηχοβολίσει | είχε ηχοβολίσει | θα έχει ηχοβολίσει | να έχει ηχοβολίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε ηχοβολίσει | είχαμε ηχοβολίσει | θα έχουμε ηχοβολίσει | να έχουμε ηχοβολίσει | ||
β' πληθ. | έχετε ηχοβολίσει | είχατε ηχοβολίσει | θα έχετε ηχοβολίσει | να έχετε ηχοβολίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν ηχοβολίσει | είχαν ηχοβολίσει | θα έχουν ηχοβολίσει | να έχουν ηχοβολίσει |
|