ηχοβολίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαηχοβολίζομαι
- παθητική φωνή του ρήματος ηχοβολίζω
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | ηχοβολίζομαι | ηχοβολιζόμουν(α) | θα ηχοβολίζομαι | να ηχοβολίζομαι | ||
β' ενικ. | ηχοβολίζεσαι | ηχοβολιζόσουν(α) | θα ηχοβολίζεσαι | να ηχοβολίζεσαι | (ηχοβολίζου) | |
γ' ενικ. | ηχοβολίζεται | ηχοβολιζόταν(ε) | θα ηχοβολίζεται | να ηχοβολίζεται | ||
α' πληθ. | ηχοβολιζόμαστε | ηχοβολιζόμαστε ηχοβολιζόμασταν |
θα ηχοβολιζόμαστε | να ηχοβολιζόμαστε | ||
β' πληθ. | ηχοβολίζεστε | ηχοβολιζόσαστε ηχοβολιζόσασταν |
θα ηχοβολίζεστε | να ηχοβολίζεστε | (ηχοβολίζεστε) | |
γ' πληθ. | ηχοβολίζονται | ηχοβολίζονταν ηχοβολιζόντουσαν |
θα ηχοβολίζονται | να ηχοβολίζονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | ηχοβολίστηκα | θα ηχοβολιστώ | να ηχοβολιστώ | ηχοβολιστεί | ||
β' ενικ. | ηχοβολίστηκες | θα ηχοβολιστείς | να ηχοβολιστείς | ηχοβολίσου | ||
γ' ενικ. | ηχοβολίστηκε | θα ηχοβολιστεί | να ηχοβολιστεί | |||
α' πληθ. | ηχοβολιστήκαμε | θα ηχοβολιστούμε | να ηχοβολιστούμε | |||
β' πληθ. | ηχοβολιστήκατε | θα ηχοβολιστείτε | να ηχοβολιστείτε | ηχοβολιστείτε | ||
γ' πληθ. | ηχοβολίστηκαν ηχοβολιστήκαν(ε) |
θα ηχοβολιστούν(ε) | να ηχοβολιστούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω ηχοβολιστεί | είχα ηχοβολιστεί | θα έχω ηχοβολιστεί | να έχω ηχοβολιστεί | ηχοβολισμένος | |
β' ενικ. | έχεις ηχοβολιστεί | είχες ηχοβολιστεί | θα έχεις ηχοβολιστεί | να έχεις ηχοβολιστεί | ||
γ' ενικ. | έχει ηχοβολιστεί | είχε ηχοβολιστεί | θα έχει ηχοβολιστεί | να έχει ηχοβολιστεί | ||
α' πληθ. | έχουμε ηχοβολιστεί | είχαμε ηχοβολιστεί | θα έχουμε ηχοβολιστεί | να έχουμε ηχοβολιστεί | ||
β' πληθ. | έχετε ηχοβολιστεί | είχατε ηχοβολιστεί | θα έχετε ηχοβολιστεί | να έχετε ηχοβολιστεί | ||
γ' πληθ. | έχουν ηχοβολιστεί | είχαν ηχοβολιστεί | θα έχουν ηχοβολιστεί | να έχουν ηχοβολιστεί |
Μεταφράσεις
επεξεργασία ηχοβολίζομαι
|