ηχοβολιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ηχοβολιστής αρσενικό
- (ωκεανογραφία) (υδρογραφία) συσκευή που χρησιμοποιείται στον ηχοβολισμό
Μεταφράσεις επεξεργασία
ηχοβολιστής
|
ηχοβολιστής αρσενικό
|