Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντισταθμισμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντισταθμισμέν
ος
η
αντισταθμισμέν
η
το
αντισταθμισμέν
ο
γενική
του
αντισταθμισμέν
ου
της
αντισταθμισμέν
ης
του
αντισταθμισμέν
ου
αιτιατική
τον
αντισταθμισμέν
ο
την
αντισταθμισμέν
η
το
αντισταθμισμέν
ο
κλητική
αντισταθμισμέν
ε
αντισταθμισμέν
η
αντισταθμισμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντισταθμισμέν
οι
οι
αντισταθμισμέν
ες
τα
αντισταθμισμέν
α
γενική
των
αντισταθμισμέν
ων
των
αντισταθμισμέν
ων
των
αντισταθμισμέν
ων
αιτιατική
τους
αντισταθμισμέν
ους
τις
αντισταθμισμέν
ες
τα
αντισταθμισμέν
α
κλητική
αντισταθμισμέν
οι
αντισταθμισμέν
ες
αντισταθμισμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
αντισταθμισμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
αντισταθμίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντισταθμισμένος