αντιπροσφορά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίααντιπροσφορά θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του αντιπροσφέρω
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιπροσφέρω
- → δείτε τις λέξεις αντί, προσφέρω, προς και φέρω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπροσφορά