αντιπατριώτης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντιπατριώτης αρσενικό
- αυτός που δεν διακατέχεται από πατριωτικά αισθήματα
- (ειδικότερα) ο προδότης
- (μειωτικό) για πολιτικό αντίπαλο
Συγγενικά επεξεργασία
- αντιπατριωτικός
- → δείτε τις λέξεις αντιπατριωτισμός, πατριωτικός, πατρίδα και πατέρας
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιπατριώτης