Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντιλυρικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συγγενικά
1.2.3
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
αντιλυρικ
ός
η
αντιλυρικ
ή
το
αντιλυρικ
ό
γενική
του
αντιλυρικ
ού
της
αντιλυρικ
ής
του
αντιλυρικ
ού
αιτιατική
τον
αντιλυρικ
ό
την
αντιλυρικ
ή
το
αντιλυρικ
ό
κλητική
αντιλυρικ
έ
αντιλυρικ
ή
αντιλυρικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
αντιλυρικ
οί
οι
αντιλυρικ
ές
τα
αντιλυρικ
ά
γενική
των
αντιλυρικ
ών
των
αντιλυρικ
ών
των
αντιλυρικ
ών
αιτιατική
τους
αντιλυρικ
ούς
τις
αντιλυρικ
ές
τα
αντιλυρικ
ά
κλητική
αντιλυρικ
οί
αντιλυρικ
ές
αντιλυρικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντιλυρικός
<
αντι-
+
λυρικός
Επίθετο
επεξεργασία
αντιλυρικός, -ή, -ό
που δεν έχει
λυρικότητα
Αντώνυμα
επεξεργασία
λυρικός
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
λύρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντιλυρικός
αγγλικά
:
unlyrical
(en)