πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντικειμενοστρεφής η αντικειμενοστρεφής το αντικειμενοστρεφές
      γενική του αντικειμενοστρεφούς* της αντικειμενοστρεφούς του αντικειμενοστρεφούς
    αιτιατική τον αντικειμενοστρεφή την αντικειμενοστρεφή το αντικειμενοστρεφές
     κλητική αντικειμενοστρεφή(ς) αντικειμενοστρεφής αντικειμενοστρεφές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντικειμενοστρεφείς οι αντικειμενοστρεφείς τα αντικειμενοστρεφή
      γενική των αντικειμενοστρεφών των αντικειμενοστρεφών των αντικειμενοστρεφών
    αιτιατική τους αντικειμενοστρεφείς τις αντικειμενοστρεφείς τα αντικειμενοστρεφή
     κλητική αντικειμενοστρεφείς αντικειμενοστρεφείς αντικειμενοστρεφή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία
αντικειμενοστρεφής < αντικείμενο + -στρεφής Δείτε και τη συζήτηση σελίδας.

αντικειμενοστρεφής, -ής, -ές

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία