Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιθεατρικός η αντιθεατρική το αντιθεατρικό
      γενική του αντιθεατρικού της αντιθεατρικής του αντιθεατρικού
    αιτιατική τον αντιθεατρικό την αντιθεατρική το αντιθεατρικό
     κλητική αντιθεατρικέ αντιθεατρική αντιθεατρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιθεατρικοί οι αντιθεατρικές τα αντιθεατρικά
      γενική των αντιθεατρικών των αντιθεατρικών των αντιθεατρικών
    αιτιατική τους αντιθεατρικούς τις αντιθεατρικές τα αντιθεατρικά
     κλητική αντιθεατρικοί αντιθεατρικές αντιθεατρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αντιθεατρικός < αντι- + θεατρικός

  Επίθετο επεξεργασία

αντιθεατρικός, -ή, -ό

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία