↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αντιαιολικός η αντιαιολική το αντιαιολικό
      γενική του αντιαιολικού της αντιαιολικής του αντιαιολικού
    αιτιατική τον αντιαιολικό την αντιαιολική το αντιαιολικό
     κλητική αντιαιολικέ αντιαιολική αντιαιολικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αντιαιολικοί οι αντιαιολικές τα αντιαιολικά
      γενική των αντιαιολικών των αντιαιολικών των αντιαιολικών
    αιτιατική τους αντιαιολικούς τις αντιαιολικές τα αντιαιολικά
     κλητική αντιαιολικοί αντιαιολικές αντιαιολικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντιαιολικός < αντι- + αιολικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αντιαιολικός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία