αιολικό πάρκο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αιολικό πάρκο < αιολικό + πάρκο ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική wind farm / wind-energy park)
Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία
αιολικό πάρκο ουδέτερο
- (οικολογία, τεχνολογία) πάρκο / μεγάλη έκταση με πολλές ανεμογεννήτριες σε συστοιχία, οι οποίες παράγουν ρεύμα, αξιοποιώντας την αιολική ενέργεια