αντασφαλιστής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντασφαλιστής < αντι- + ασφαλιστής ((μεταφραστικό δάνειο) την αγγλική reinsurer)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντασφαλιστής αρσενικό (αντασφαλίστρια θηλυκό)
- (επάγγελμα) ο ασφαλιστής (ασφαλιστική εταιρεία) που ασφαλίζει μέρος των υποχρεώσεων μιας άλλης ασφαλιστικής εταιρείας
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αντασφαλίζω, ασφαλής και σφάλλω