αντασφάλιση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αντασφάλιση | οι | αντασφαλίσεις |
γενική | της | αντασφάλισης* | των | αντασφαλίσεων |
αιτιατική | την | αντασφάλιση | τις | αντασφαλίσεις |
κλητική | αντασφάλιση | αντασφαλίσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, αντασφαλίσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντασφάλιση < αντι- + ασφάλιση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική reinsurance)
Ουσιαστικό επεξεργασία
αντασφάλιση θηλυκό
- η ασφάλιση μιας ασφαλιστικής εταιρείας σε μια άλλη, οικονομικά ευρωστότερη, εταιρεία (αντασφαλιστή), η οποία αναλαμβάνει την πληρωμή μέρους των υποχρεώσεων της πρώτης σε περίπτωση αδυναμίας της να αντεπεξέλθει σε αυτές
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις αντασφαλίζω, ασφαλής και σφάλλω
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντασφάλιση
|