ανταποδομένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανταποδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανταποδίδω
Μετοχή
επεξεργασίαανταποδομένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανταποδίδω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανταποδομένος
|
ανταποδομένος, -η, -ο
|