↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανταποδομένος η ανταποδομένη το ανταποδομένο
      γενική του ανταποδομένου της ανταποδομένης του ανταποδομένου
    αιτιατική τον ανταποδομένο την ανταποδομένη το ανταποδομένο
     κλητική ανταποδομένε ανταποδομένη ανταποδομένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανταποδομένοι οι ανταποδομένες τα ανταποδομένα
      γενική των ανταποδομένων των ανταποδομένων των ανταποδομένων
    αιτιατική τους ανταποδομένους τις ανταποδομένες τα ανταποδομένα
     κλητική ανταποδομένοι ανταποδομένες ανταποδομένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανταποδομένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανταποδίδω

ανταποδομένος, -η, -ο

→ δείτε τη λέξη ανταποδίδω

  Μεταφράσεις

επεξεργασία