↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αντάπτορας οι αντάπτορες
      γενική του αντάπτορα των ανταπτόρων
    αιτιατική τον αντάπτορα τους αντάπτορες
     κλητική αντάπτορα αντάπτορες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντάπτορας < αγγλική adaptor < adapt >λατ. adaptatus

προσαρμοσμένος (εύχρ. μονό στη μτχ.)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντάπτορας αρσενικό

  1. εξάρτημα που χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσο για να προσαρμοστούν δύο άλλα εξαρτήματα μεταξύ τους
  2. (ειδικότερα) ηλεκτρικό εξάρτημα που χρησιμεύει σε όσους έχουν ηλεκτρικές συσκευές με βύσματα συμβατά με πρίζες ενός συστήματος, για να μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν με πρίζες άλλου συστήματος (άλλης χώρας)
    ※  Θα χρειαστείτε οπωσδήποτε έναν αντάπτορα ρεύματος, για να μπορέσετε να προσαρμόσετε τα βύσματα των φορτιστών σας, στις αγγλικές πρίζες. (Λονδίνο: το «κέντρο» της Ευρώπης, screenmagazine.gr, ανάκτηση 18/12/2021, [1])
    ※  Οι πρίζες είναι διαφορετικές απ’ ό,τι στην Ελλάδα, προμηθευτείτε αντάπτορα για να φορτίζετε τις συσκευές σας (πιθανώς να έχουν στο ξενοδοχείο).(Ιαπωνία για αρχάριους, Καθημερινή, 6/3/2018, [2])

Συνώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία