αντάπτορας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαπροσαρμοσμένος (εύχρ. μονό στη μτχ.)
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντάπτορας αρσενικό
- εξάρτημα που χρησιμοποιείται ως ενδιάμεσο για να προσαρμοστούν δύο άλλα εξαρτήματα μεταξύ τους
- (ειδικότερα) ηλεκτρικό εξάρτημα που χρησιμεύει σε όσους έχουν ηλεκτρικές συσκευές με βύσματα συμβατά με πρίζες ενός συστήματος, για να μπορούν να τις χρησιμοποιήσουν με πρίζες άλλου συστήματος (άλλης χώρας)
- ※ Θα χρειαστείτε οπωσδήποτε έναν αντάπτορα ρεύματος, για να μπορέσετε να προσαρμόσετε τα βύσματα των φορτιστών σας, στις αγγλικές πρίζες. (Λονδίνο: το «κέντρο» της Ευρώπης, screenmagazine.gr, ανάκτηση 18/12/2021, [1])
- ※ Οι πρίζες είναι διαφορετικές απ’ ό,τι στην Ελλάδα, προμηθευτείτε αντάπτορα για να φορτίζετε τις συσκευές σας (πιθανώς να έχουν στο ξενοδοχείο).(Ιαπωνία για αρχάριους, Καθημερινή, 6/3/2018, [2])