adaptateur
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
adaptateur | adaptateurs |
Ουσιαστικό επεξεργασία
adaptateur (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) αξεσουάρ που επιτρέπει την προσαρμογή δύο στοιχείων
- (ειδικότερα) προσαρμοστής ηλεκτρικής πρίζας
ενικός | πληθυντικός |
adaptateur | adaptateurs |
adaptateur (fr) αρσενικό