ενικός         πληθυντικός  
adaptateur adaptateurs

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

adaptateur (fr) αρσενικό

  1. (τεχνολογία) αξεσουάρ που επιτρέπει την προσαρμογή δύο στοιχείων
  2. (ειδικότερα) προσαρμοστής ηλεκτρικής πρίζας