Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανοσογνωσία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ανοσογνωσί
α
οι
ανοσογνωσί
ες
γενική
της
ανοσογνωσί
ας
των
ανοσογνωσι
ών
αιτιατική
την
ανοσογνωσί
α
τις
ανοσογνωσί
ες
κλητική
ανοσογνωσί
α
ανοσογνωσί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανοσογνωσία
<
γαλλική
anosognosie
<
α-
στερητικό +
νόσος
+
γνῶσις
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανοσογνωσία
θηλυκό
νευροψυχολογική
πάθηση
όπου ο
ασθενής
αγνοεί
την
ασθένεια
από την οποία
πάσχει
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανοσογνωσία
γαλλικά
:
anosognosie
(fr)