Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανοδοντία
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
ανοδοντί
α
οι
ανοδοντί
ες
γενική
της
ανοδοντί
ας
των
ανοδοντι
ών
αιτιατική
την
ανοδοντί
α
τις
ανοδοντί
ες
κλητική
ανοδοντί
α
ανοδοντί
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανοδοντία
<
λόγιο ενδογενές δάνειο
:
αγγλική
anodontia
<
αρχαία ελληνική
ἀ-
+
ὀδούς
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ανοδοντία
θηλυκό
(
ιατρική
)
σπάνια
γενετική
πάθηση
που χαρακτηρίζεται από την
πλήρη
απουσία
δοντιών
Δείτε επίσης
επεξεργασία
ολιγοδοντία
υποδοντία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανοδοντία
αγγλικά
:
anodontia
(en)
πορτογαλικά
:
anodontia
(pt)