υποδοντία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- υποδοντία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική hypodontia < αρχαία ελληνική ὑπό + ὀδούς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαυποδοντία θηλυκό
- (οδοντιατρική) η έλλειψη ενός έως έξι δοντιών
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία υποδοντία