ολιγοδοντία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ολιγοδοντία < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική oligodontia < αρχαία ελληνική ὀλίγος + ὀδούς
Ουσιαστικό
επεξεργασίαολιγοδοντία θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ολιγοδοντία