ανιχνευμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανιχνευμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανιχνεύω
Μετοχή
επεξεργασίαανιχνευμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανιχνεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανιχνευμένος
|
ανιχνευμένος, -η, -ο
|