ανθοφορεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθοφορεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανθοφορώ
Μετοχή
επεξεργασίαανθοφορεμένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανθοφορώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθοφορεμένος
|
ανθοφορεμένος, -η, -ο
|