ανθολογημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανθολογημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ανθολογώ
Μετοχή
επεξεργασίαανθολογημένος, -η, -ο
- → δείτε τη λέξη ανθολογώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανθολογημένος
|
ανθολογημένος, -η, -ο
|