Δείτε επίσης: ἀνθολογῶ

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανθολογώ < αρχαία ελληνική ἀνθολογέω / ἀνθολογῶ

  Ρήμα επεξεργασία

ανθολογώ (παθητική φωνή: ανθολογούμαι)

  1. (παρωχημένο) μαζεύω λουλούδια
  2. (μεταφορικά) συλλέγω αντιπροσωπευτικά ή ενδιαφέροντα κείμενα (ποιήματα ή πεζά), προκειμένου να καταρτίσω μια ανθολογία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία