Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ανηφοροκατήφορος οι ανηφοροκατήφοροι
      γενική του ανηφοροκατήφορου των ανηφοροκατήφορων
    αιτιατική τον ανηφοροκατήφορο τους ανηφοροκατήφορους
     κλητική ανηφοροκατήφορε ανηφοροκατήφοροι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανηφοροκατήφορος < ανήφορος + -ο- + κατήφορος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανηφοροκατήφορος[1] [2] αρσενικό

  1. (κυριολεκτικά) ανήφορος και στη συνέχεια κατήφορος
  2. (μεταφορικά) θετική και στη συνέχεια αρνητική εξέλιξη σε κάποιο ζήτημα, ευτυχία και στη συνέχεια δυστυχία εναλλάξ

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία