ανεπάγγελτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανεπάγγελτος, -η, -ο
- που δεν έχει ή δεν ασκεί κάποιο επάγγελμα
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη επάγγελμα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανεπάγγελτος
Δείτε επίσης : ἀνεπάγγελτος |
ανεπάγγελτος, -η, -ο