Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανεγγύητος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Αντώνυμα
1.2.2
Συνώνυμα
1.2.3
Συγγενικά
1.2.4
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανεγγύητ
ος
η
ανεγγύητ
η
το
ανεγγύητ
ο
γενική
του
ανεγγύητ
ου
της
ανεγγύητ
ης
του
ανεγγύητ
ου
αιτιατική
τον
ανεγγύητ
ο
την
ανεγγύητ
η
το
ανεγγύητ
ο
κλητική
ανεγγύητ
ε
ανεγγύητ
η
ανεγγύητ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανεγγύητ
οι
οι
ανεγγύητ
ες
τα
ανεγγύητ
α
γενική
των
ανεγγύητ
ων
των
ανεγγύητ
ων
των
ανεγγύητ
ων
αιτιατική
τους
ανεγγύητ
ους
τις
ανεγγύητ
ες
τα
ανεγγύητ
α
κλητική
ανεγγύητ
οι
ανεγγύητ
ες
ανεγγύητ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανεγγύητος
<
αν-
+
εγγυώμαι
+
-τος
Επίθετο
επεξεργασία
ανεγγύητος, -η, -ο
που δεν έχει
εγγύηση
(ή
εγγυητή
) ή δεν μπορεί να έχει
εγγύηση
(ή
εγγυητή
)
Αντώνυμα
επεξεργασία
εγγυημένος
Συνώνυμα
επεξεργασία
ανέγγυος
Συγγενικά
επεξεργασία
ανεγγύητα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανεγγύητος