↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναψηλαφητικός η αναψηλαφητική το αναψηλαφητικό
      γενική του αναψηλαφητικού της αναψηλαφητικής του αναψηλαφητικού
    αιτιατική τον αναψηλαφητικό την αναψηλαφητική το αναψηλαφητικό
     κλητική αναψηλαφητικέ αναψηλαφητική αναψηλαφητικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναψηλαφητικοί οι αναψηλαφητικές τα αναψηλαφητικά
      γενική των αναψηλαφητικών των αναψηλαφητικών των αναψηλαφητικών
    αιτιατική τους αναψηλαφητικούς τις αναψηλαφητικές τα αναψηλαφητικά
     κλητική αναψηλαφητικοί αναψηλαφητικές αναψηλαφητικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αναψηλαφητικός < αναψηλαφώ + -τικός

  Επίθετο

επεξεργασία

αναψηλαφητικός, -ή, -ό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία
  • αναψηλαφητικός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)