Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανατιμολόγηση οι ανατιμολογήσεις
      γενική της ανατιμολόγησης των ανατιμολογήσεων
    αιτιατική την ανατιμολόγηση τις ανατιμολογήσεις
     κλητική ανατιμολόγηση ανατιμολογήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ανατιμολόγηση < ανατιμολογώ + -ση

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /a.na.ti.moˈlo.ʝi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐να‐τι‐μο‐λό‐γη‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ανατιμολόγηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • Δελτίο Επιστημονικής Ορολογίας και Νεολογισμών. Ακαδημία Αθηνών. Τεύχος 11, έτος 2012, ISSN: 1106‑8027. Διαθέσιμο pdf στο repository.academyofathens.gr