αναστέλλων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αναστέλλων | η | αναστέλλουσα | το | αναστέλλον |
γενική | του | αναστέλλοντος | της | αναστέλλουσας & αναστελλούσης* |
του | αναστέλλοντος |
αιτιατική | τον | αναστέλλοντα | την | αναστέλλουσα | το | αναστέλλον |
κλητική | αναστέλλων | αναστέλλουσα | αναστέλλον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αναστέλλοντες | οι | αναστέλλουσες | τα | αναστέλλοντα |
γενική | των | αναστελλόντων | των | αναστελλουσών | των | αναστελλόντων |
αιτιατική | τους | αναστέλλοντες | τις | αναστέλλουσες | τα | αναστέλλοντα |
κλητική | αναστέλλοντες | αναστέλλουσες | αναστέλλοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Μετοχή
επεξεργασίααναστέλλων
- μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος αναστέλλω
Μεταφράσεις
επεξεργασία αναστέλλων
|