αναπασχόλητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπασχόλητος < ἀναπασχόλητος στην καθαρεύουσα (όπου δεν είχε ουδέτερο γιατί αφορούσε μόνον στην εργασία) < α στερητικό και απασχολούμαι
Επίθετο
επεξεργασίααναπασχόλητος
- που δεν έχει απασχόληση, ο άνεργος
- ο αναπασχόλητος πληθυσμός της χώρας
- που δεν έχει κάτι με το οποίο να ασχοληθεί, χωρίς αντικείμενο απασχόλησης
- Μην αφήνεις αναπασχόλητο το παιδί γιατί όταν βαριέται όλο και καμιά ζημια θα σκαρφιστεί