Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπασχόλητος η αναπασχόλητη το αναπασχόλητο
      γενική του αναπασχόλητου της αναπασχόλητης του αναπασχόλητου
    αιτιατική τον αναπασχόλητο την αναπασχόλητη το αναπασχόλητο
     κλητική αναπασχόλητε αναπασχόλητη αναπασχόλητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπασχόλητοι οι αναπασχόλητες τα αναπασχόλητα
      γενική των αναπασχόλητων των αναπασχόλητων των αναπασχόλητων
    αιτιατική τους αναπασχόλητους τις αναπασχόλητες τα αναπασχόλητα
     κλητική αναπασχόλητοι αναπασχόλητες αναπασχόλητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπασχόλητος < ἀναπασχόλητος στην καθαρεύουσα (όπου δεν είχε ουδέτερο γιατί αφορούσε μόνον στην εργασία) < α στερητικό και απασχολούμαι

  Επίθετο επεξεργασία

αναπασχόλητος

  1. που δεν έχει απασχόληση, ο άνεργος
    ο αναπασχόλητος πληθυσμός της χώρας
  2. που δεν έχει κάτι με το οποίο να ασχοληθεί, χωρίς αντικείμενο απασχόλησης
    Μην αφήνεις αναπασχόλητο το παιδί γιατί όταν βαριέται όλο και καμιά ζημια θα σκαρφιστεί

Συνώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία