inoccupé
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inoccupé | inoccupés |
θηλυκό | inoccupée | inoccupées |
Επίθετο
επεξεργασίαinoccupé (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | inoccupé | inoccupés |
θηλυκό | inoccupée | inoccupées |
inoccupé (fr)