Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αναπάντητος η αναπάντητη το αναπάντητο
      γενική του αναπάντητου της αναπάντητης του αναπάντητου
    αιτιατική τον αναπάντητο την αναπάντητη το αναπάντητο
     κλητική αναπάντητε αναπάντητη αναπάντητο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αναπάντητοι οι αναπάντητες τα αναπάντητα
      γενική των αναπάντητων των αναπάντητων των αναπάντητων
    αιτιατική τους αναπάντητους τις αναπάντητες τα αναπάντητα
     κλητική αναπάντητοι αναπάντητες αναπάντητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αναπάντητος < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

αναπάντητος, -η, -ο

  • που δεν το απάντησε κανείς
    αυτά τα ερωτήματα έχουν μείνει αναπάντητα
    κοίταξε το κινητό σου, έχεις μια αναπάντητη (δηλαδή αναπάντητη κλήση)

  Μεταφράσεις επεξεργασία