αναπάντητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναπάντητος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίααναπάντητος, -η, -ο
- που δεν το απάντησε κανείς
- αυτά τα ερωτήματα έχουν μείνει αναπάντητα
- κοίταξε το κινητό σου, έχεις μια αναπάντητη (δηλαδή αναπάντητη κλήση)