unanswered
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
unanswered (en) (χωρίς παραθετικά)
- αναπάντητος, χωρίς απάντηση
- ↪ The question remained unanswered.
- H ερώτηση έμεινε χωρίς απάντηση.
- ↪ The question remained unanswered.