Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ανακυκλώσιμος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ανακυκλώσιμ
ος
η
ανακυκλώσιμ
η
το
ανακυκλώσιμ
ο
γενική
του
ανακυκλώσιμ
ου
της
ανακυκλώσιμ
ης
του
ανακυκλώσιμ
ου
αιτιατική
τον
ανακυκλώσιμ
ο
την
ανακυκλώσιμ
η
το
ανακυκλώσιμ
ο
κλητική
ανακυκλώσιμ
ε
ανακυκλώσιμ
η
ανακυκλώσιμ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ανακυκλώσιμ
οι
οι
ανακυκλώσιμ
ες
τα
ανακυκλώσιμ
α
γενική
των
ανακυκλώσιμ
ων
των
ανακυκλώσιμ
ων
των
ανακυκλώσιμ
ων
αιτιατική
τους
ανακυκλώσιμ
ους
τις
ανακυκλώσιμ
ες
τα
ανακυκλώσιμ
α
κλητική
ανακυκλώσιμ
οι
ανακυκλώσιμ
ες
ανακυκλώσιμ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ανακυκλώσιμος
<
ανακυκλώνω
+
-σιμος
Επίθετο
επεξεργασία
ανακυκλώσιμος, -ή, -ο
που είναι
δυνατόν
να
ανακυκλωθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ανακυκλώσιμος
αγγλικά
:
recyclable
(en)
γαλλικά
:
recyclable
(fr)
γερμανικά
:
recycelbar
(de)
,
recyclebar
(de)
σερβοκροατικά
:
рециклабилан
(sh)
(
reciklabilan
)