ανακτήσιμος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακτήσιμος < ανακτώ + -ιμος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική recoverable[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική retrievable[1])
Επίθετο
επεξεργασίαανακτήσιμος, -η, -ο
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ανακτώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακτήσιμος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ 1,0 1,1 ανακτήσιμος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)