↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακτήσιμος η ανακτήσιμη το ανακτήσιμο
      γενική του ανακτήσιμου της ανακτήσιμης του ανακτήσιμου
    αιτιατική τον ανακτήσιμο την ανακτήσιμη το ανακτήσιμο
     κλητική ανακτήσιμε ανακτήσιμη ανακτήσιμο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακτήσιμοι οι ανακτήσιμες τα ανακτήσιμα
      γενική των ανακτήσιμων των ανακτήσιμων των ανακτήσιμων
    αιτιατική τους ανακτήσιμους τις ανακτήσιμες τα ανακτήσιμα
     κλητική ανακτήσιμοι ανακτήσιμες ανακτήσιμα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ανακτήσιμος < ανακτώ + -ιμος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική recoverable[1] ή μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική retrievable[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

ανακτήσιμος, -η, -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. 1,0 1,1 ανακτήσιμοςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)