↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανακλινόμενος η ανακλινόμενη το ανακλινόμενο
      γενική του ανακλινόμενου της ανακλινόμενης του ανακλινόμενου
    αιτιατική τον ανακλινόμενο την ανακλινόμενη το ανακλινόμενο
     κλητική ανακλινόμενε ανακλινόμενη ανακλινόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανακλινόμενοι οι ανακλινόμενες τα ανακλινόμενα
      γενική των ανακλινόμενων των ανακλινόμενων των ανακλινόμενων
    αιτιατική τους ανακλινόμενους τις ανακλινόμενες τα ανακλινόμενα
     κλητική ανακλινόμενοι ανακλινόμενες ανακλινόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ανακλινόμενος





  Μεταφράσεις

επεξεργασία