ανακλίνω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανακλίνω < αρχαία ελληνική ἀνακλίνω < ἀνά + κλίνω
Ρήμα
επεξεργασίαανακλίνω (παθητική φωνή: ανακλίνομαι)
Συγγενικά
επεξεργασία- ανακλιμένος
- ανακλινόμενος
- ανάκλιντρο
- ανάκλιση
- → δείτε τις λέξεις ανά και κλίνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανακλίνω
|