αναιτιολόγητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αναιτιολόγητος < μεταγενέστερη (ελληνιστική κοινή) ἀναιτιολόγητος
Επίθετο
επεξεργασίααναιτιολόγητος
- που δεν δικαιολογείται, είτε επειδή αμελεί να δικαιολογηθεί είτε επειδή δεν έχει τρόπο να τεκμηριώσει κάποια ενέργειά του
- Δεν μπορείτε να νομιμοποιήσετε δαπάνες αναιτιολόγητες. Πρέπει να προσκομίσετε όχι μόνον τα συναφή τιμολόγια από τις εργασίες, αλλά και τα έγγραφα που αποδεικνύουν ότι το έργο αυτό είχε κριθεί απαραίτητο
- Εάν ο Εισαγγελέας θέλει να ασκήσει έφεση κατά αθωωτικής απόφασης, πρέπει να αναφέρει την αιτιολογία της έφεσης, για αν το δικαστήριο αποφασίσει δεχόμενο αναιτιολόγητη έφεση, τότε η απόφασή του καθίσταται αναιρετέα
Αντώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αναιτιολόγητος