ανάστατος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανάστατος < αρχαία ελληνική ἀνάστατος
Επίθετο
επεξεργασίαανάστατος, -η, -ο
- αναστατωμένος, άνω-κάτω (αντικείμενα, συναισθήματα, χώρος, άνθρωποι)
- Ο κόσμος είναι ανάστατος με τα νέα μέτρα που παίρνει η κυβέρνηση, αλλά...
- Έρχεσαι για πέντε λεπτά την ημέρα κι αφήνεις το σπίτι ανάστατο σαν να πέρασε ανεμοθύελλα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ανάστατος