άνω κάτω
(Ανακατεύθυνση από άνω-κάτω)
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Επίρρημα
επεξεργασία
άνω κάτω
- σε γενική ακαταστασία
- σε μεγάλη αναστάτωση
- ※ Αυτή η γυναίκα με δυο φράσεις τον είχε φέρει άνω κάτω. (Ευγενία Φακίνου, Η μεγάλη πράσινη, 1987 [μυθιστόρημα])
Συνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
άνω κάτω