ανάβαθος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ανάβαθος | η | ανάβαθη | το | ανάβαθο |
γενική | του | ανάβαθου | της | ανάβαθης | του | ανάβαθου |
αιτιατική | τον | ανάβαθο | την | ανάβαθη | το | ανάβαθο |
κλητική | ανάβαθε | ανάβαθη | ανάβαθο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ανάβαθοι | οι | ανάβαθες | τα | ανάβαθα |
γενική | των | ανάβαθων | των | ανάβαθων | των | ανάβαθων |
αιτιατική | τους | ανάβαθους | τις | ανάβαθες | τα | ανάβαθα |
κλητική | ανάβαθοι | ανάβαθες | ανάβαθα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
ανάβαθος, -η, -ο
- ο χωρίς βάθος
- ανάβαθο το ποταμάκι
- ρηχός
- επιπόλαιος
Μεταφράσεις επεξεργασία
ανάβαθος