Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αμφίγλωσσος η αμφίγλωσση το αμφίγλωσσο
      γενική του αμφίγλωσσου της αμφίγλωσσης του αμφίγλωσσου
    αιτιατική τον αμφίγλωσσο την αμφίγλωσση το αμφίγλωσσο
     κλητική αμφίγλωσσε αμφίγλωσση αμφίγλωσσο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αμφίγλωσσοι οι αμφίγλωσσες τα αμφίγλωσσα
      γενική των αμφίγλωσσων των αμφίγλωσσων των αμφίγλωσσων
    αιτιατική τους αμφίγλωσσους τις αμφίγλωσσες τα αμφίγλωσσα
     κλητική αμφίγλωσσοι αμφίγλωσσες αμφίγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αμφίγλωσσος < ελληνιστική κοινή ἀμφίγλωσσος < ἀμφί- (αμφί-) + -γλωσσος

  Επίθετο επεξεργασία

αμφίγλωσσος, -η, -ο

  1. διφορούμενος
  2. αμφίβολος

Σημειώσεις επεξεργασία