αμφίγλωσσος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αμφίγλωσσος < ελληνιστική κοινή ἀμφίγλωσσος < ἀμφί- (αμφί-) + -γλωσσος
Επίθετο επεξεργασία
αμφίγλωσσος, -η, -ο
Σημειώσεις επεξεργασία
- μονοτονική γραφή της λέξης της ελληνιστικής κοινής, με σπάνια χρήση στα νέα ελληνικά