αμφίγλωσσων
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
αμφίγλωσσων
- γενική πληθυντικού, αρσενικού γένους του αμφίγλωσσος
- γενική πληθυντικού, θηλυκού γένους του αμφίγλωσσος
- γενική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του αμφίγλωσσος
αμφίγλωσσων