αμυγδαλάτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμυγδαλάτος < μεσαιωνική ελληνική ἀμυγδαλάτος < αρχαία ελληνική ἀμύγδαλον
Επίθετο
επεξεργασίααμυγδαλάτος, -η, -ο
- που έχει φτιαχτεί από αμύγδαλο ή με αμύγδαλο
- που έχει το σχήμα του αμύγδαλου
- που έχει το μέγεθος του αμύγδαλου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη αμύγδαλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία αμυγδαλάτος
|