αμπασάδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμπασάδα < ενδεχομένως άμεσο δάνειο από τη γαλλική ambassade (πρεσβεία) • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίααμπασάδα θηλυκό
- (ιδιωματικό) μικροεξυπηρέτηση, θέλημα, αποστολή[1]
- ※ Aπό μικιό κοπέλι την εκαμάρωνα τουτηνά την ελιά. Γιατί απόκεια επερνοδιάβαινα να πάω στσ’ αμπασάδες, απού με μπέμπανε οι γονείς μου, πότε για να μεταδέσω τα μαρθιά μας, γη να τα σταλίξω στσοι σκιανιούς τω δεντρώ, απού ήτανε έκεια τριγύρω στο ίδιο σώχωρο τάξε μου απού ήτανε και κείνη, τα καλοκαιρινά μεσημέρια, για να μην είναι στο καταμεσήμερο στον ήλιο.
- Το γεροντάκι, «Για τη γρα Λιανολιά στα Χωραφάκια ο λόγος», Χανιώτικα Νέα (8 Φεβρουαρίου 2000)· πρόσβαση: 2024-01-02.
- ※ Aπό μικιό κοπέλι την εκαμάρωνα τουτηνά την ελιά. Γιατί απόκεια επερνοδιάβαινα να πάω στσ’ αμπασάδες, απού με μπέμπανε οι γονείς μου, πότε για να μεταδέσω τα μαρθιά μας, γη να τα σταλίξω στσοι σκιανιούς τω δεντρώ, απού ήτανε έκεια τριγύρω στο ίδιο σώχωρο τάξε μου απού ήτανε και κείνη, τα καλοκαιρινά μεσημέρια, για να μην είναι στο καταμεσήμερο στον ήλιο.
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ Παναγιώτης Κουσαθανάς, επιμ. (²2002), Όρτσ' αλά μπάντα! Αναδρομικός διάπλους στην παλιά Μύκονο. Αθήνα: Εκδόσεις Ίνδικτος & Δήμος Μυκόνου. ISBN 960-518-134-7, σελ. 436.