μικροεξυπηρέτηση
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μικροεξυπηρέτηση | οι | μικροεξυπηρετήσεις |
γενική | της | μικροεξυπηρέτησης | των | μικροεξυπηρετήσεων |
αιτιατική | τη | μικροεξυπηρέτηση | τις | μικροεξυπηρετήσεις |
κλητική | μικροεξυπηρέτηση | μικροεξυπηρετήσεις | ||
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις. | ||||
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- μικροεξυπηρέτηση < μικρο- + εξυπηρέτηση
Ουσιαστικό επεξεργασία
μικροεξυπηρέτηση θηλυκό
- μικρή εξυπηρέτηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
μικροεξυπηρέτηση
|