Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σκιανός οι σκιανοί
      γενική του σκιανού των σκιανών
    αιτιατική τον σκιανό τους σκιανούς
     κλητική σκιανέ σκιανοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σκιανός < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σκιανός αρσενικό

  • (κρητικά) ο ίσκιος, που μας προστατεύει από τον ήλιο· το σκιερό μέρος
    ※  Τέτοιο ήταν το καλοκαιριάτικο εκείνο σούρουπο του 1990 στο πατρικό μου, στο στενοσόκακο, στην πάροδο Βαλέστρα (σημερινή οδός Στέλιου Μακράκη) της Καινούργιας Χώρας που βγάζει στη θάλασσα. Η ανυπόφορη ζέστη και η οκνηρία έβγαλε την ολιγομελή παρέα των φίλων έξω στο σκιανιό της αυλής, κάτω από την κρεβατίνα και τη μουρνιά, για ν’ απολαύσει το δροσερό θαλασσινό μαϊστράλι που φυσούσε από το μπουγάζι του στενού.
    Γιώργος Πιτσιτάκης, «Η αλίβρεκτος Νέα Χώρα. Η ζώσα ιστορική μνήμη, οδηγός χάραξης ενός συλλογικού, δημιουργικού μέλλοντος», ιστοσελίδα περιοδικού Κεδρισός· πρόσβαση: 2022-10-13.
    ※  Aπό μικιό κοπέλι την εκαμάρωνα τουτηνά την ελιά. Γιατί απόκεια επερνοδιάβαινα να πάω στσ’ αμπασάδες, απού με μπέμπανε οι γονείς μου, πότε για να μεταδέσω τα μαρθιά μας, γη να τα σταλίξω στσοι σκιανιούς τω δεντρώ, απού ήτανε έκεια τριγύρω στο ίδιο σώχωρο τάξε μου απού ήτανε και κείνη, τα καλοκαιρινά μεσημέρια, για να μην είναι στο καταμεσήμερο στον ήλιο.
    Το γεροντάκι, «Για τη γρα Λιανολιά στα Χωραφάκια ο λόγος», Χανιώτικα Νέα (8 Φεβρουαρίου 2000)· πρόσβαση: 2022-10-13.

  Μεταφράσεις επεξεργασία