αμμοδίαιτος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αμμοδίαιτος, -η / -ος, -ο
- που ζει σε αμμώδες περιβάλλον
Δείτε επίσης επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- αμμοδίαιτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
Μεταφράσεις επεξεργασία
αμμοδίαιτος
|